ὄστλιγξ

ὄστλιγξ
ὄστλιγξ, ιγγος, ,
A hair, esp. curled hair, lock of hair, Call.Fr.12; cf. ἄστλιγξ.
II anything curled or twisted, as,
1 tendril of vine and other climbing plants, Thphr.HP3.18.5.
2 curling flame,

πυρός A.R.1.1297

.
3 of the arms of the cuttle-fish, Nic.Al. 470.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όστλιγξ — ὄστλιγξ, ιγγος, ὁ (Α) 1. μαλλιά, ιδίως κατσαρά 2. πλεξούδα, βόστρυχος 3. καθετί που είναι συνεστραμμένο, όπως, λ.χ., η έλικα τών αναρριχητικών φυτών, η φλόγα που κινείται ελικοειδώς, τα πλοκάμια τών μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το αρκτικό… …   Dictionary of Greek

  • οστλίγγιον — ὀστλίγγιον, τὸ (Μ) [όστλιγξ] υποκορ. τού όστλιγξ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”